To έτος 1914
ξεκινά μια σειρά συνεδρίων στα οπoία
ορίζονται για πρώτη φορά, σε διεθνές
επίπεδο, οι κανονισμοί για την ασφάλεια
της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS)[1]
.Η αυξανόμενη κίνηση των πλοίων δημιούργησε
την ανάγκη θέσπισης ενός κώδικα αναφορικά
με τα διακριτικά και τις σημάνσεις στη
ναυσιπλοΐα. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο το όραμα ενός ουμανιστικού
προγράμματος για την παγκόσμια ανάπτυξη
και την οικονομία θέτει ως προτεραιότητα
την ελεύθερη διακίνηση και την ασφάλεια.
Στα πλαίσια των εργασιών των σχετικών
συνεδρίων αποτυπώνεται-χαρτογραφείται
επίσημα το φαρικό δίκτυο και θεσπίζεται
το πρωτόκολλο μίας διεθνούς γλώσσας.
Με αφορμή το τρίτο συνέδριο το 1948
ανατίθεται στον κινηματογραφιστή της
πρωτοπορίας, Jean Epstein, από τον Οργανισμό
Ηνωμένων Εθνών[2] η παραγωγή ενός
ενημερωτικού και εκπαιδευτικού
ντοκιμαντέρ με θέμα τους φάρους υπό τον
τίτλο Les Feux de la Mer (The Lights that never fail). Η ταινία
ως μέρος ενός ορισμένου ιστοριογραφικού
σχεδίου αποτιμήθηκε αργότερα ως
προπαγάνδα.
Η κοινωνικοτεχνική
μελέτη των μηχανισμών που συνδέονται
με όρους όπως ασφάλεια, ελεύθερη
διακίνηση, ευθύνη, έλεγχος, πειθαρχία,
ενεργοποιεί ήδη από τα τέλη του 19ου
αιώνα, ένα διακειμενικό μοντέλο σκέψης
που εκδηλώνεται με την εμφάνιση επιμέρους
γνωστικών πεδίων όπως η βιοπολιτική, η
εθνογραφία, η γεωπολιτική, η κοινωνική
ανθρωπολογία ή η φιλοσοφία των μέσων.
Η ριζωματική αυτή συνθήκη εμπλουτισμένη
από τις τεχνολογίες του διαδικτύου
προσφέρει ειδικές θεάσεις προκειμένου
να αναπτυχθεί μια αναστοχαστική οπτική
ως εργαλειακή πρακτική απόδοσης νοήματος
μέσω αναδιανομών, συνεχών μεταγραφών
και αναμετρήσεων. Στο διασυνδεδεμένο
αυτό πλαίσιο η σύγχρονη πραγματικότητα
αφομοιώνοντας τα χαρακτηριστικά μιας
συνεχόμενης κινητικότητας, μιας διαρκούς
ροής, μετεωρίζεται από τη θέση στην
έκταση και από την έκταση στην εντόπιση
ή αντίστροφα. Η διαδικασία της
από-υλοποίησης συντελέστηκε ως επιλεκτική
απομάγευση μέσω του διαδικτυακού κόσμου
δημιουργώντας τις συνθήκες ανάδειξης
μιας νέας διακύβευσης που αφορά τους
κοινούς όρους και τους κανόνες που
διατρέχουν τόσο τα αναλογικά όσο και
τα ψηφιακά περιβάλλοντα ως συστημικές
δομές που αρθρώνονται μέσω δικτυακών,
κομβικών οργανώσεων.
Στο Luminous Flux
το ενδιαφέρον για τους φάρους και το
φαρικό δίκτυο δεν αφορά τόσο στην
αναβίωση μιας αρχαιολογίας, όσο στη
μελέτη ενός περίπου-πεπερασμένου [3]
συστήματος (quasi-oriented system) με συγκεκριμένες
θέσεις και ορισμένη τοπολογία και στις
απόπειρες συσχετισμού του με το
διαδικτυακό παράδειγμα. Η παραγωγή ενός
λόγου ή ακριβέστερα πολλαπλών συναρτησιακών
λόγων απέναντι σε ισχυρά κωδικοποιημένα
δίπολα όπως κέντρο-περιφέρεια,
παγκόσμιο-τοπικό, επικοινωνία-αποκλεισμός,
συμμετοχή-αυτοαναφορικότητα, αρθρώνεται
μέσα από τα σημεία γειτνίασης των θέσεων
που σχηματικά και σημασιολογικά
εμφανίζονται με τη μορφή του πλέγματος
[4]. Η έννοια του πεπερασμένου χρησιμοποιείται
εδώ ως τρόπος συνδιαλλαγής με παροντικότητες
που ενεργοποιούν μια ευρύτερη συζήτηση
γύρω από εντοπισμούς, σχέσεις και
επιχειρούμενες διατοπίσεις. Μια
παραδοσιακή κοινωνία η οποία δεν έχει
κοσμικό, τελεολογικό χαρακτήρα δεν έχει
ανάγκη καμία μορφή αρχαϊσμού ή επιστροφής
για να εμπλακεί με το σύγχρονο, η
μετα-νεωτερική θεώρηση όμως διαμορφώνει
τύπους απεύθυνσης με το σήμερα μέσω
συνεχών επικαιροποιήσεων σε ιστορικά
μορφώματα προκειμένου να διερευνήσει
τις δυνατότητες του παρελθόντος που
δεν κατάφεραν να νοηματοδοτηθούν.
Ο φάρος ως
τοπόσημο φέρει λόγο, έναν αποτροπαϊκό
λόγο που αρθρώνεται μέσω της εκπομπής
του φωτός. Μια μορφή κειμένου που
παράγεται κατόπιν συμφωνίας και
στοιχειοθετεί μια γλώσσα, ένα κώδικα.
Το πρωτόκολλο που καθορίζει αυτόν τον
κώδικα για κάθε φάρο δημιουργεί τη
συνθήκη επικοινωνίας μεταξύ των
φάρων-κόμβων. Στα διανεμημένα δίκτυα,
όπως και στο ρίζωμα, κάθε κόμβος μπορεί
να επικοινωνήσει άμεσα με έναν άλλο
κόμβο χωρίς καμία μορφή ιεραρχίας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επικοινωνία
αυτή είναι η ύπαρξη της κοινής σύμβασης,
του κοινού πρωτοκόλλου. Τα κοινά αυτά
πρωτόκολλα ορίζουν την τοπολογία του
διαδικτύου[5]. Η ευθύνη του φάρου για το
είδος του λόγου που εκπέμπει ως εποπτεία
σε μια ορισμένη επικράτεια συναντά
προβολικά την ευθύνη του κόμβου-χρήστη
απέναντι στο αίτημα μιας αρχικής
εκκίνησης. Το ζήτημα της ευθύνης
σχετίζεται με την ύπαρξη διαφορετικών
ταχυτήτων μεταξύ κεντρικά ελεγχόμενων
και αποκεντρωμένων δικτύων αλλά και με
την απορία απέναντι στο ερώτημα “ποιος
συνδέεται με ποιον”. Η έννοια της ευθύνης
αφομοιώνεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο
επανεξέτασης του πολιτικού και της
ηθικής. Η ηθική, αποδεσμευμένη από
στερεοτυπικά αποκυρήγματα, γίνεται
αντιληπτή σήμερα ως μία συμπαντική
συνθήκη: είμαι υπεύθυνος για κάτι στο
οποίο δεν εμπλέκομαι πρωτογενώς. Στην
επινοημένη σύμβαση του περιγραφόμενου
εγχειρήματος μία από τις βασικές
αρθρώσεις συνοψίζεται στην οικειοποίηση
της γλώσσας του φάρου και στην αναδιανομή
ρόλων ανάμεσα στο φάρο-πυκνωτή και το
φύλακα-χρήστη.
Στα πλαίσια
της ανθρωπολογικής προσέγγισης για το
χώρο, η αρχιτεκτονική οργανώνει τα όρια
του φόβου για το έτερο, το διαρκώς
άγνωστο, το παράσιτο, το μη προβλέψιμο.
Η παραπάνω θεώρηση ορίζει την τοπο-νομολογία
του φάρου ως διακριτή δυνατότητα μιας
δομής να ελέγχει περάσματα, ζεύξεις και
να επιχειρεί αποκλεισμούς ή διελεύσεις.
Ο φάρος είναι ένα γεωγραφικό κατώφλι
ανάμεσα σε ένα έδαφος, μια επικράτεια.
Άρχει και άρχεται μέσω μιας ρυθμολογικής
εκπομπής που καθιστά το τοπίο ασυνεχές
και αποσπασματικό. Η μετάβαση από ένα
περιστασιακό δίκτυο με φωτιές που
ανάβουν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης
σε ένα οργανωμένο δίκτυο με προστατευμένα
κτίσματα παγιώνει σταδιακά την εμφάνιση
μιας αρχιτεκτονικής τυπολογίας που
συνδυάζει τη λειτουργία με την κατοίκηση.
Η σημερινή αποτίμηση που εντάσσει τους
φάρους στο πεδίο της βιομηχανικής
αρχαιολογίας εντείνεται από τα
χαρακτηριστικά αυτής της κατασκευής.
Η ανάπτυξη της καθετότητας και της
ανοδικότητας, η κλίμακα και ο θόλος
αποτελούν στοιχεία σύνδεσης με το
υπερβατικό και τη θεολογία. Η μνημειακή
απόδοση του φάρου άπτεται ακριβώς σε
αυτό το παράδοξο, στη στέγαση μιας
τεχνολογίας σε ένα κέλυφος με
προ-νεωτερικές, αρχετυπικές δομικές
εγγραφές.
Στο συλλογικό
φαντασιακό ο φάρος συνδέεται με την
απομόνωση. Μια μορφή απόσυρσης που
εκτίθεται ως αναπαράσταση σε λογοτεχνικά
και κινηματογραφικά αφηγήματα. Στην
πραγματικότητα ο φάρος ανέπτυξε
σημαντικές σχέσεις με την καθημερινή
ζωή της κοινότητας. Αρχειακές καταγραφές
αναφέρουν ότι οι κάτοικοι παράκτιων
περιοχών, εκμεταλλευόμενοι το φώς του
φάρου, διεκπεραίωναν τις αγροτικές
εργασίες τους κατά τη διάρκεια της
νύχτας. Η προσμονή για την καθημερινή
φωτεινή ενεργοποίηση του, αποτελεί,
αντιληπτικά, μία ρυθμολογική ένδειξη
κανονικότητας, ασφάλειας, διαδοχής.
Ο φάρος που
εδρεύει στη νησίδα Δίδυμη ή Γαϊδουρονήσι
κοντά στο λιμάνι της Ερμούπολης στη
Σύρο είναι ο πρώτος φάρος του νεοσύστατου
ελληνικού κράτους. Είναι ο πιο παλιός
και ταυτόχρονα ο ψηλότερος φάρος του
ελληνικού φαρικού δικτύου. Κατασκευάστηκε
από τη γαλλική εταιρεία φάρων και
λειτούργησε για πρώτη φορά το 1834. Το
ύψος του κυλινδρικού του πύργου είναι
29 μέτρα και το εστιακό του ύψος είναι
68 μέτρα. Θεμελιώθηκε την 25η Ιανουαρίου
το 1834, για το πρώτο έτος της βασιλείας
του Όθωνα, με βασιλική δαπάνη κι είναι
έργο του βαυαρού αρχιτέκτονα Γιόχαν
Ερλάχερ. Εντάχθηκε στο ελληνικό φαρικό
δίκτυο μετά τους βαλκανικούς πολέμους
το 1912-13. Μέρος του φάρου καταστράφηκε
κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το 1948
επισκευάστηκε και από τότε λειτουργεί
εκπέμποντας ένα λευκό φωτισμό κάθε δύο
λεπτά. Είναι ο πρώτος με περιστρεφόμενο
μηχανισμό στο Αιγαίο και από τους
σπανιότερους ελληνικούς τύπους με το
χώρο κατοικίας στο ισόγειο. Το μέγεθος
και η εμβέλεια του τροφοδότησαν για
χρόνια τη συλλογική αφήγηση με δοξασίες
που ήθελαν τη λάμψη του να διακρίνεται
ακόμη και από τη Σμύρνη.
Στην παρούσα
διερεύνηση η εμφάνιση του ιστορικού a
priori του φάρου δεν τίθεται ως ιδεολόγημα
διδακτικού χαρακτήρα αλλά ως μια ήδη
εγκαταστημένη αξιακή ταυτότητα μιας
τοπικότητας που επαναπλαισιώνεται. Το
ιστορικό a priori είναι η κατάσταση της
πραγματικότητας για δηλώσεις και κανόνες
που χαρακτηρίζουν κάθε θεωρητική
πρακτική. Η μετάβαση από τον εντοπισμένο
κόμβο στο αενάως σχηματιζόμενο δικτυακό
χώρο αντανακλάται στο πλησίασμα μιας
νησίδας που συγκεντρώνει, μορφολογικά
και εννοιολογικά τα χαρακτηριστικά
ενός τελεολογικού “επέκεινα”. Μια
μορφή βήματος που καταλαμβάνεται, κατά
περίσταση, προκειμένου να σχετιστεί με
νέες υβριδικές ταυτότητες, επινοημένες
δράσεις, συλλογικές συνάφειες ή ατομικές
αποσχίσεις.
Το φαρικό
δίκτυο ως χώρος άντλησης περιεχομένου
προς συσχέτιση, επιλέγεται για την
ιδιαιτερότητα του τοπίου στο οποίο
αναπτύσσεται. Η θάλασσα, το υδάτινο
στοιχείο είναι πάντα μια διαφεύγουσα
έκταση. Ένα αβέβαιο, ασταθές τοπιακό
σχήμα που συνεχώς λανθάνει. Η μετρήσιμη
εκδοχή του μπορεί μόνο κατά προσέγγιση
να οριστεί μέσα από διαγράμματα, χάρτες
ή άλλες αναπαραστατικές πρακτικές. Η
αντιπαραβολή του εδάφους, ενός ομοιότροπου
χώρου, μιας επικράτειας, είναι ίσως πιο
πλεονεκτική, πιο στέρεα και περισσότερο
ασφαλής σε μια συζήτηση γύρω από
συνδεσιμότητες, θέσεις και αναπτυσσόμενες
σχέσεις. Ένα δίκτυο όμως ενταγμένο στην
τοπιακή εμπειρία του αδιαμόρφωτου είναι
εμφατικά πιο πρόσφορο να εμπλακεί σε
μια διαλογική σχέση με το υπερκειμενικό,
ασταθές, δυνητικοποιημένο μοντέλο του
διαδικτύου. Το υπερκείμενο, ως αντίληψη
της συστημικής πραγματικότητας
νοηματοδοτεί τους κόμβους σε διαμεσολαβήσεις
τόπων, δηλώσεων ή συμπεριφορών. Η υπόθεση
εργασίας αυτής της στόχευσης εντάσσει
την έννοια του Αρχιπελάγους ως δυνατότητα
θέασης του παγκόσμιου. Το παγκόσμιο
κλιμακώνεται από τις ειδικές θεάσεις
των τοπικών περιγραφών ως περιστασιακές
υποδύσεις θέσεων του κοινωνικού ιστού
εν μέσω GPS συστημάτων πλοήγησης,
δορυφορικών εκπομπών, συσσώρευσης
μετά-δεδομένων, κινητής τηλεφωνίας,
εικονικής αναπαράστασης, φορητών
υπολογιστών.
Η ολιστική
οπτική αυτού του εγχειρήματος είναι
ίσως η πιο πιθανή επιχειρησιακή πρακτική
για να συσχετίσει κανείς αμφίσημες,
επικαιροποιημένες έννοιες όπως τα
κοινά, η ελευθεριότητα ή η επικοινωνία
ως όψεις ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου
με συστημικές, ριζωματικές οργανώσεις.
Ο σχεδιασμός της πρότασης άπτεται στη
δημιουργία ενός μικρό-δικτύου ανθρώπων
που συναντιούνται στη συνθήκη ενός
εργαστηρίου για να συστήσουν ένα
διαλογικό πλαίσιο, μια ανοιχτή διαβούλευση
γύρω από τις σημειωτικές υποθέσεις του
φαινομένου της δικτύωσης. Το εργαστήριο
ως φόρμα διεξαγωγής ανταλλαγών ενσωματώνει
μετεωρισμούς, συλλέγει συνθήκες, στοιχεία
μιας διαδικασίας που τίθεται σε
προτεραιότητα σε σχέση με προκαθορισμένες
ομολογίες ή συναινετικές βεβαιότητες.
Η συγκέντρωση διαφορετικών λόγων και
οπτικών στο πεδίο της εμπλοκής και της
συσχέτισης συνοψίζεται δηλωτικά στον
υπότιτλο που φέρει αυτό το εγχείρημα:
Reflected overlays on locative norms (αντανακλώμενες
θεάσεις σε εντοπισμένες συμβάσεις). Το
εργαστήριο περιλαμβάνει διαθεματικές
εισηγήσεις, προβολές, ανοιχτές συζητήσεις,
διαδράσεις λόγων και πρακτικών. Η
συγκριτική μελέτη των συστημάτων, σε
μια σημειωτική που αντιμετωπίζει την
πολιτισμική εμπειρία ως χωρική μετά-γλώσσα
[6], εστιάζεται στη διαδικασία παραγωγής
ενός υλικού, μιας καταγραφής. Το σύνολο
αυτής της καταγραφής θα παρουσιαστεί
με τη μορφή παραθεμάτων και τεκμηριώσεων
ως επιτελεστικό ενέργημα που θα
επικοινωνηθεί, θα εκτιμηθεί και θα
αξιολογηθεί με όρους πραγμάτωσης, στο
πλαίσιο ενός ολιγοήμερου εκθετικού
γεγονότος.
[1].Safety Of Life
At Sea
[2].Department of
Public Information/ Films and Visual Information division
[3].Michel Serres,
Theorie du quasi objet, Le Parasite, Αθήνα, Σμίλη, 2009.
[4].Rosalind Krauss,
The Originality of the Avant-Garde and Other Myths, Κέμπριτζ,
Μασαχουσέτη και Λονδίνο, The MIT Press, 1986.
[5].Networks,
Documents of Contemporary Art, Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη
και Λονδίνο, Whitechapel Gallery and The MIT Press, 2014.
[6].Yuri Lotman, La
Structure du text artistique, Gallimard, Παρίσι, 1973.
The
year 1914 marks the beginning of a series of conferences, which set
for the first time on an international level the regulations for the
safety of the human life at sea (SOLAS)[1]. Growing ship traffic and
the end of World War II, followed by a humanitarian vision of global
development based on free movement and safety, created the need for
an international signal code. Among the tasks of the said conferences
was the official mapping of the lighthouse network and also the
adoption of an international language protocol. With the occasion of
the third conference in 1984, avant-garde filmmaker Jean
Epstein
was
commissioned by the United Nations[2]
the
production of a documentary on lighthouses. Les
Feux de la Mer (The
Lights that never fail)
was a film of informative and educative purpose and character and was
later regarded as mere propaganda.
The
study of mechanisms linked with terms such as safety, free movement,
responsibility, control and discipline activates, since the end of
the 19th
century, a model of thinking which led to the emersion of particular
cognitive fields, such as biopolitics, ethnography, geopolitics,
social anthropology and media philosophy. Nowadays, this rhizomatic
development may be perceived as a constant flux sustained by web
technologies or as a de-materialization process bringing forth new
issues, which concern the rules and regulations governing networks
and nodal structures.
Luminous
Flux
is
not an archaeological approach towards lighthouses and lighthouse
networks. Its main interest focuses on the study of a
quasi-obliterate/ quasi-oriented system[3] of specific topology and
on an attempt to examine this system against the internet paradigm.
The
production of speech or, more accurately, of multiple functional
speeches against strong bipolar codifications –centre-periphery,
global-local,
communication-obstruction,
participation-self-referentiality–
schematically and semantically emerges in the form of a network
between adjacent positions[4].
The notion of the finite is used here as a means of conciliation with
a presentness, activating a wider discourse on localizations,
associations and attempted dislocations. This
retrospective juxtaposition, irrelevant in traditional societies, is
only justified in a post-modern condition looking back on
past
opportunities that were never fulfilled.
The
lighthouse is a landmark which delivers a repelling discourse in the
form of a luminous emission. This emission is produced on the basis
of a specific convention, a code or a language. The protocol setting
the code for each lighthouse governs an inter-nodal communication
between lighthouses. Just as in a rhizomatic structure, the nodes of
a decentralised network are capable of directly communicating with
each other without any kind of mediation or hierarchy. A common
protocol is a prerequisite for this kind of communication. Such
common protocols determine a network topology[5]. A lighthouse is
responsible for the sort of discourse it emits in its particular
district, just like a nodal
user of a distributed network. Responsibility issues are related to
speed and efficiency issues concerning centralised and decentralised
networks, but also to one question: Who
gets connected to whom.
A contemporary approach to the notion of responsibility arises along
a wide new approach towards politics and ethics: I
am responsible for something in which I am not directly involved.
In
the devised setting of the project in question, one of the basic
parameters is summarized in the appropriation of the language of the
lighthouse and the re-disrtibution of roles between a
lighthouse-capacitor a guard-user.
In
an anthropological view of space, architecture is a means to
delineate the fear for the other, the unknown or the unpredictable.
According to this approach, a lighthouse is a structure with the
authority to control passages, to impose exclusions and allow
crossings. It is a threshold to a territory, to a landscape partly
revealed by a rhythmic emission. Evolving from a network of
occasional lights only lit in cases of emergency to an organised,
built network gradually consolidated an architectural typology
combining function with residency. A current valuation, which
registers lighthouses in the field of industrial archeology, is
reinforced by their structural characteristics. The development of
verticality and ascent, the staircase and the dome are elements
connecting to the transcendental and the divine. The monumental
rendering of the lighthouse is thus based on a paradox –sheltering
a technological device in a shell with pre-modernist archetypal
structure.
Collective imagery,
as represented in literature and cinema, has lighthouses connected
with isolation. In reality, however, lighthouses were strongly linked
with the everyday life of nearby communities. It is even said that
people used to take advantage of the light in order to do farm work
during night time. The perpetual light emission has always been for
these communities a rhythmic token of regularity, safety and
succession.
The lighthouse on
the island Didimi or Gaidouronisi near the port of Ermoupolis, Syros
is the first one to be built by the Modern Greek state. It is the
oldest and tallest building in the Greek lighthouse network. Built in
1834 for the first year of the reign of king Othon, it was a royal
commission to the French lighthouse company and the Bavarian
architect, Johan Erlacher. The lighthouse has been part of the Greek
lighthouse network since the Balkan wars and part of it was destroyed
during the Second World War. It was restored in 1948 and has operated
ever since with a white emission every two minutes. This is the first
lighthouse in the Aegean to have a rotating mechanism and also one of
the rarest Greek types with the residency on the ground floor. Its
size and range fed collective narratives, which had its lighting seen
all the way to Smyrna.
The lighthouse
network is chosen as a field of allusions for the particularity of
the landscape in which it expands: the sea is ever elusive and can
only be approached and counted through diagrams, maps and other
representational practices. The ground, on the other hand is a
consistent space and could therefore serve as a better, safer
starting point for a discussion on sites, connectivity and developing
relations. However, a network involving a fluctuant landscape
experience is definitely more apt to be involved in a dialogue with
the hypertextual, unstable, virtual model of the internet.
Furthermore, the archipelagic structure serves this working
hypothesis with another model for a global scene of social networks,
GPS navigation, satellite transmissions, metadata accumulations,
mobile telecommunications and portable computers.
The
holistic approach of Luminous
Flux
is an operational practice which allows correlations between
ambiguous, up to date notions, such as commons,
liberty
and communication,
as some of the aspects of a neoliberal model with systemic,
rhizomatic structures. The planning of this venture aims at the
creation of a micro-network of people, who meet in the circumstances
of a workshop, setting thus the framework for an open debate on
several semiotic aspects of the phenomenon of networking. The
structure of the workshop involves the exchange of discourses and
viewpoints, it gathers diverse circumstances and suspends any
established certainties, as indicated by the subtitular phrase
Reflected
overlays on locative norms.
The workshop includes interdisciplinary lectures and contributions,
open screenings and round tables, interactions of practices. A
comparative study of systems, in a semiotic approach dealing with the
cultural experience as a spatial metalanguage[6]ocuses
in a documentative process. The material
outcome of this process will be presented in a concluding expository
event.
[1]
Safety Of Life At Sea
[2]
Department of Public Information/ Films and Visual Information
division
[3]
Michel
Serres, Theorie
du quasi objet,
Le
Parasite,
Athens, Smili, 2009.
[4]
Rosalind Krauss, The
Originality of the Avant-Garde and Other Myths,
Cambridge, Massachusetts and London, The MIT Press, 1986.
[5]
Networks, Documents
of Contemporary Art,
Cambridge, Massachusetts and London, Whitechapel Gallery and The MIT
Press, 2014.
[6]
Yuri
Lotman, La
Structure du text artistique, Gallimard,
Paris, 1973.